Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

το άλευρο

См. также в других словарях:

  • άλευρο — το (Α ἄλευρον) (συνήθως στον πληθυντικό) τα άλευρα α) αλεσμένο σιτάρι β) κάθε αλεσμένο δημητριακό. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἄλε υρ ον προέρχεται από επαυξημένη ρίζα τού ρήμ. ἀλῶ* «αλέθω». Παρόμοια επαύξηση (F(α)ρ/υρ) παρατηρείται στην αντίστοιχη αρμενιακή… …   Dictionary of Greek

  • ορυκτό άλευρο ή γη διατόμων — Ιζηματογενές πέτρωμα που αποτελείται κυρίως από πυριτικά λείψανα διατόμων γλυκών νερών. Το σχήμα των φυκών αυτών ποικίλλει· στο μικροσκόπιο τα κελύφη τους φαίνονται συνήθως σαν μικρές, κενές, διάτρητες θήκες· γι’ αυτό το ορυκτό άλευρο είναι ένα… …   Dictionary of Greek

  • σιναπάλευρο — το, Ν σκόνη από απελαιωμένους τριμμένους σπόρους τού μαύρου σιναπιού που χρησιμοποιείται ως επισπαστικό φάρμακο με τη μορφή καταπλάσματος σε συνδυασμό με το άλευρο τού λιναριού, για την παρασκευή σιναπισμών, καθώς και τής επιτραπέζιας μουστάρδας …   Dictionary of Greek

  • Ακτινόζωα — Τάξη θαλάσσιων πρωτόζωων, της ομοταξίας των ριζοπόδων ή σαρκωδών. Είναι μικροσκοπικοί μονοκύτταροι οργανισμοί. Το σώμα τους αποτελείται από δύο μέρη: ένα εξωτερικό, το εκτόπλασμα, και μια κεντρική μάζα, το ενδόπλασμα, που περιέχει τον πυρήνα. Τα… …   Dictionary of Greek

  • άλητον — ἄλητον, το (Α) αλεύρι, άλευρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλῶ ( έω), πιθ. αναλογικά προς τη λ. ἄμητος «θερισμός»] …   Dictionary of Greek

  • άμυλο — Χημική ένωση που αποτελείται από άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο και ανήκει στην τάξη των απλών πολυσακχαριτών, ο γενικός τύπος των οποίων είναι Χ [(C6H10O5)n] όπου n είναι ένας αριθμός που αντιπροσωπεύει μερικές εκατοντάδες μόρια. Το α.… …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • αλευριοσπόριο — το Βοτ. κατά τη σύγχρονη έννοια (στους μύκητες), τύπος κονιδίου που αναπτύσσεται σε πλάγια θέση και ελευθερώνεται με την αποσύνθεση τού κονιδιοφόρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. aleur(i)ospore, ελληνογενές < aleur(i)o …   Dictionary of Greek

  • αλευροβιομηχανία — η βιομηχανία που έχει ως αντικείμενο την αλευροποίηση τών σπόρων σιτηρών, την παραγωγή διαφόρων τύπων αλεύρου καθώς και υποπροϊόντων, τη συσκευασία και εμπορία τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλευρο ή αλεύρι + βιομηχανία] …   Dictionary of Greek

  • αλευροποιός — ο αυτός που παρασκευάζει άλευρα, ο εργάτης ή ο ιδιοκτήτης αλευρόμυλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλευρο + ποιός < ποιώ. ΠΑΡ. αλευροποιώ μσν. νεοελλ. ἀλευροποιία νεοελλ. αλευροποιείο] …   Dictionary of Greek

  • αλευρόνη — η Βοτ. εφεδρική αζωτούχα ύλη που απαντά στα σπέρματα τών φανερόγαμων φυτών, και ιδιαίτερα στο πρωτεϊνικό στρώμα που περιβάλλει το έμβρυο ή στις κοτυληδόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ελληνογενές < άλευρο(ν) + κατάλ. όνη*, πρβλ. αγγλ. aleurone] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»